-
1 ἐμπάσσω
A sprinkle in or on,τι ἔς τι Thphr.Lap.67
; τῆς τέφρας some powder, Pl.Ly. 210a;τί τινι Gal. 11.134
: in Hom. only metaph., weave rich patterns in a web of cloth,πολέας δ' ἐνέπασσεν ἀέθλους Il.3.126
, cf. 22.441.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐμπάσσω
См. также в других словарях:
εμπάσσω — ἐμπάσσω (AM) (Α και ἐμπάττω) 1. ραίνω, πασπαλίζω 2. σκορπάω κατά την ύφανση, ενυφαίνω («πολέας δ ἐνέπασσεν ἀέθλους») … Dictionary of Greek